- καμαρότος
- ο , καμαρότα η тот, кто убирает каюты; стюард или горничная (на судне)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καμαρότος — ο θαλαμηπόλος πλοίου: Υπηρέτησε στο πλοίο αυτό ως καμαρότος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμαρότος — ο θαλαμηπόλος πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. camarote < λατ. camara «αψίδα, θόλος»] … Dictionary of Greek
θαλαμηπόλος — ο, η (AM θαλαμηπόλος, ό, ή) αυτός ή αυτή που υπηρετεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα τής κυρίας βασιλικού ή αρχοντικού σπιτιού και τη βοηθάει στο ντύσιμο, στον καλλωπισμό της κ.λπ. νεοελλ. ο καμαρότος πλοίου, ο υπεύθυνος για τη φροντίδα τών χώρων… … Dictionary of Greek